- άσπληνος
- -η, -ο (Α ἄσπληνος, -ον)αυτός που δεν έχει σπλήνααρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ο κισσός2. το ουδ. ως ουσ. το σπληνόχορτο (φυτό που θεωρείται ότι θεραπεύει παθήσεις της σπλήνας).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄσπληνος — spleenless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπλήνους — ἄσπληνος spleenless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπληνον — miltwaste neut nom/voc/acc sg ἄσπληνος spleenless masc/fem acc sg ἄσπληνος spleenless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ … Dictionary of Greek
ἀσπλήνου — ἄσπληνον miltwaste neut gen sg ἄσπληνος spleenless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)